- Ποντοποσειδῶν
- Ποντοποσειδῶν, ῶνος, ὁ,A Sea-Poseidon, Com. compd. in Ar.Pl. 1050.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Ποντοποσειδών — ῶνος, ὁ, Α κωμική ονομ. τού Ποσειδώνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + Ποσειδῶν] … Dictionary of Greek
πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… … Dictionary of Greek